Η κρίση των τελευταίων ετών στην Ελλάδα και τα πολιτικά αδιέξοδα που αυτή έφερε, έχει αναζωπυρώσει την κριτική στο κοινό νόμισμα της ΕΕ, το ευρώ, φορτώνοντάς του όλα τα προβλήματα της χώρας και προτείνοντας ως μόνη εναλλακτική την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα. Ενώ η κριτική στο ευρώ από μια ελευθεριακή οπτική θα ήταν υγιής και μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε ορθές λύσεις, η λανθασμένη ανάλυση που επικρατεί καθολικά στις τάξεις των ευρωσκεπτικιστών οδηγεί αναπόφευκτα στη υιοθέτηση λύσεων χειρότερων από το ίδιο το πρόβλημα.
Η σύγχρονη ελληνική μυθολογία θέλει το ευρώ ένα αποτυχημένο νόμισμα επειδή χρησιμοποιείται από διαφορετικές χώρες με διαφορετικές οικονομίες. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία λοιπόν, οι εξαγωγές των λιγότερο παραγωγικών χωρών πλήττονται από τις υψηλές τιμές που επιβάλει το “σκληρό” νόμισμα με αποτέλεσμα την τελμάτωση των οικονομιών τους. Κανείς όμως δεν απαντά πειστικά στο ερώτημα: “…και γιατί δεν κατεβάζουν απλά τις τιμές τους σε ευρώ για να γίνουν ανταγωνιστικοί”;
Η κύρια απόπειρα απάντησης του ερωτήματος αυτού είναι η εξής: “Οι τιμές δεν μπορούν να μειωθούν σε ευρώ επειδή το κόστος παραγωγής είναι επίσης σε ευρώ και κατά συνέπεια ακριβό. Αν όμως πάμε σε εθνικό νόμισμα οι τιμές των συντελεστών παραγωγής θα πέσουν με αποτέλεσμα να είναι δυνατή και η μείωση των τιμών των ελληνικών προϊόντων”. Ας εξετάσουμε αυτό το επιχείρημα. Το κόστος παραγωγής αποτελείται από εισαγόμενους (πχ. πρώτες ύλες) κι από εγχώριους συντελεστές παραγωγής (πχ. εργασία). Είναι προφανές ότι οι τιμές των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής δεν πρόκειται να πέσουν με μια ενδεχόμενη αλλαγή νομίσματος στην Ελλάδα, καθώς γι’ αυτούς δε θα έχει αλλάξει τίποτα. Ακόμη κι αν η αλλαγή νομίσματος έπαιζε κάποιο ρόλο οι εισαγόμενοι συντελεστές παραγωγής θα συνεχίσουν να πληρώνονται στο ίδιο νόμισμα με πριν. Στην περίπτωση υποτίμησης του εθνικού νομίσματος απλώς θα χρειαστούν περισσότερες δραχμές για την εισαγωγή τους. Επιπλέον για τους εγχώριους συντελεστές δε θα έχει αλλάξει κάτι στην προσφορά ή τη ζήτηση τους ώστε να αλλάξει η πραγματική τιμή τους. Αν υποτιμηθεί η δραχμή τότε οι εργάτες για παράδειγμα θα ζητήσουν ως αμοιβή περισσότερες δραχμές για να φτάσουν στον πραγματικό προηγούμενο μισθό τους. Στο μόνο που ελπίζουν κάποιοι είναι να μπορέσει η κυβέρνηση να κοροϊδέψει τα συνδικάτα μειώνοντας τον πραγματικό κατώτατο μισθό και τους μισθούς – συντάξεις που δίνει το κράτος, μέσω πληθωρισμού. Μια ομολογουμένως κουτοπόνηρη παιδική στρατηγική. Αν κάτι τέτοιο συνέβαινε θα είχε πράγματι θετικές συνέπειες αλλά για λόγους που δεν έχουν να κάνουν σε τίποτα με το νόμισμα. Θα ήταν μια μείωση της κρατικής παρέμβασης η οποία όμως θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί και μέσα στο ευρώ. Ακόμη, κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι τα έμπειρα συνδικάτα δε θα συνειδητοποιούσαν την εξαπάτηση που προσπαθεί να περάσει εις βάρος τους η κυβέρνηση και δε θα απαιτούσαν αντίστοιχη με τον πληθωρισμό αύξηση του κατώτατου μισθού, του μισθού των ΔΥ και των συντάξεων. Αν οι πολιτικοί συμπλέουν τώρα με τις απαιτήσεις των συνδικάτων δεν υπάρχει κανένας λόγος να διαφοροποιηθούν λόγω αλλαγής νομίσματος. Ως εκ τούτου, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το κόστος των ελληνικών επιχειρήσεων και η ανταγωνιστικότητα της χώρας δε θα βελτιωνόταν λόγω αλλαγής του νομίσματος σε ένα πληθωριστικό σκουπίδι.
Η κριτική όμως δε σταματάει με τα παραπάνω. Ένα πιο εκλεπτυσμένο επιχείρημα που εκτοξεύεται κατά του ευρώ έχει να κάνει με ένα είδος τραγωδίας των κοινών που πλήττει το κοινό νόμισμα (γνωστό στους ελευθεριακό χώρο ως «τραγωδία του ευρώ»). Είναι αλήθεια ότι η τραγωδία του ευρώ δίνει ισχυρά κίνητρα σε κάθε κυβέρνηση να πληθωρίζει το νόμισμα, μέσω ενός πολύπλοκου μηχανισμού της ΕΚΤ, ώστε να επωφεληθεί περισσότερο από την πληθωριστική ληστεία σε σχέση με τις υπόλοιπες κυβερνήσεις του κοινού νομίσματος (και κατά ένα τρόπο εις βάρος τους) . Στην περίπτωση του ευρώ, οι κυβερνήσεις, κυρίως των νοτίων χωρών εκμεταλλεύτηκαν αυτόν τον μηχανισμό για να αρπάξουν χρήματα από τους υπηκόους ολόκληρης της ΕΕ. Πρόκειται πράγματι για έναν καταστροφικό μηχανισμό που διοχετεύει χρήματα από τον παραγωγικό ιδιωτικό τομέα στην κρατική σπατάλη. Το ίδιο συμβαίνει επίσης και με τη πιο πρόσφατη “πιστωτική χαλάρωση του Ντράγκι” από την οποία, όπως λεν τα κανάλια, πρέπει να επωφεληθούμε (σύμφωνα με τους κρατιστές “εμείς είμαστε το κράτος” εξάλλου). Όμως εδώ το ζητούμενο δεν είναι αν το ευρώ έχει καταστροφικά προβλήματα (προφανώς και έχει) αλλά αν η δραχμή θα αποτελέσει τη λύση τους. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν έχει σημασία σε ποια κράτη ή σε ποιες κρατικές δαπάνες κατευθύνεται το παραχαραγμένο νέο χρήμα της κεντρικής τράπεζας αφού κάθε χρήση του είναι εξ’ ορισμού κρατική κι αποτελεί σπατάλη. Αυτό που έχει σημασία είναι το μέγεθος της παραχάραξης, δηλαδή ο πληθωρισμός του νομίσματος που πλήττει την παραγωγή. Θα ήταν ο πληθωρισμός μικρότερος με τη δραχμή; Αν κρίνουμε από τη σημερινή αλλά και τις προηγούμενες κυβερνήσεις είναι βέβαιο πως κάτι τέτοιο δε θα συνέβαινε. Ίσα ίσα η ελληνική κυβέρνηση θα πολλαπλασίαζε τον ρυθμό παραχάραξης του νομίσματος. Στο κάτω-κάτω ο λόγος μιας σημερινής εξόδου από το ευρώ θα ήταν ακριβώς το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν ελέγχει την κεντρική τράπεζα για να καλύψει πληθωριστικά το κενό χρηματοδότησής της.
Ναι, το ευρώ είναι ένα αποτυχημένο νόμισμα αλλά όχι επειδή χρησιμοποιείται από χώρες με διαφορετική παραγωγικότητα. Το ευρώ είναι αποτυχημένο ως ένα fiat κρατικό νόμισμα που επιβάλλεται βίαια στον πληθυσμό. Τα προβλήματα που προκαλεί δεν αντιμετωπίζονται με την επιβολή ενός ακόμη fiat κρατικού νομίσματος που ελέγχεται από χειρότερους κρατιστές αλλά με την οριστική άρση κάθε βίαιης επιβολής νομίσματος.