Είναι βέβαιο ότι, σήμερα, η αμφισβήτηση της Δημοκρατίας ως του μόνου δίκαιου τρόπου συνύπαρξης των ανθρώπων, αποτελεί ταμπού. Όσοι τολμάνε να το κάνουν θεωρούνται αυτομάτως αυταρχικοί και υποστηρικτές κάποιου είδους ολοκληρωτισμού. Οι ρίζες αυτής της άποψης βρίσκονται στη δογματική διχοτόμηση των κοινωνικών συστημάτων οργάνωσης, αποκλειστικά σε δημοκρατικά και αυταρχικά. Όμως η διχοτόμηση αυτή είναι απατηλή.
Για να γίνει κατανοητή η ελευθεριακή θέση πάνω σε αυτό το θέμα ας κάνουμε ένα νοητικό πείραμα. Ας υποθέσουμε ότι ένα ολοκληρωτικό κόμμα παίρνει την εξουσία μέσω δημοκρατικής εκλογής. Η υπόθεση αυτή δεν είναι καθόλου απίθανη κι αυτό γίνεται φανερό αν αναλογιστεί κανείς την κατάσταση στην Ελλάδα: Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα της Χρυσής Αυγής συμμετέχει κανονικά στις εκλογές με την ευλογία της κρατικής δικαιοσύνης και μάλιστα συγκεντρώνει ένα υψηλό ποσοστό στις προτιμήσεις των Eλλήνων κρατιστών. Αποτελεί, δηλαδή, αναπόσπαστο μέρος της ελληνικής δημοκρατίας. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι το αυταρχικό αυτό κόμμα, που έχει εκλεγεί δημοκρατικά, αρχίζει να παίρνει μέτρα με στόχο την καθολική υποδούλωση της κοινωνίας στους μηχανισμούς του. Μπορεί σε αυτή την περίπτωση, κάθε ενέργεια του κράτους να δικαιολογηθεί επειδή έχει απλά την υποστήριξη της πλειοψηφίας των ψηφισάντων; Ακόμη και ο πιο μετριοπαθής δημοκράτης θα απαντήσει αρνητικά: μια τέτοια κυβέρνηση δεν έχει το δικαίωμα να προβεί σε όποια ενέργεια θέλει. Ποιο είναι όμως το όριο το οποίο αν ξεπεραστεί, η βίαιη αντίσταση στο κράτος δικαιολογείται;
Η απάντηση εδώ δεν μπορεί να είναι τα όρια που ορίζονται από το Σύνταγμα ή από τις διάφορες διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς αυτές οι απαντήσεις απλά μεταθέτουν το ερώτημα, το οποίο θα μπορούσε να επαναδιατυπωθεί ως εξής: Μπορεί το Σύνταγμα, για παράδειγμα, να νομιμοποιήσει οποιαδήποτε ενέργεια του κράτους; Αν το Σύνταγμα προέβλεπε τη φυλάκιση όλων των αριστερών αυτό θα ήταν σωστό; Οι περισσότεροι άνθρωποι θα διαφωνούσαν με αυτή την ακραία άποψη. Κατά συνέπεια επανερχόμαστε στο αρχικό ερώτημα που πρέπει τώρα να απαντηθεί ατομικά από τον καθένα χωρίς τον ετερόφωτο προσδιορισμό του από κείμενα γραμμένα και ερμηνευόμενα από τα ίδια τα κράτη: ποιο είναι το όριο της δράσης μιας κυβέρνησης;
Για να απαντηθεί κάτι τέτοιο πρέπει κατ’ αρχάς να γίνει σαφής η ηθική του κάθε ατόμου καθώς επίσης και οι συνέπειές της. Επειδή δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν εδώ οι διαφορετικές ηθικές προτιμήσεις όλων των ανθρώπων ας αρχίσουμε από μια εμπειρική παρατήρηση: Οι περισσότεροι άνθρωποι απεχθάνονται τη δουλεία. Τι ακριβώς όμως είναι η δουλεία; Πρόκειται για τη διαρκή διαπροσωπική σχέση εκμετάλλευσης, την οποία ο άρχοντας επιβάλει στον αρχόμενο με την απειλή άσκησης βίας. Σε αυτό το σύστημα ο δουλοκτήτης χρησιμοποιεί τον δούλο ως μέσο παραγωγής, για να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες.
Ας εξετάσουμε, τώρα, τις σημερινές δημοκρατίες μέσα από αυτή την οπτική. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η σχέση μεταξύ της άρχουσας τάξης του κράτους και των υπηκόων του, αν όχι ηγεμονική σχέση δουλείας; Προφανώς τα κράτη έχουν διαφορές μεταξύ τους αλλά όλα έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το γεγονός ότι χρησιμοποιούν βία για να αποσπάσουν πόρους από τους υπηκόους τους. Ακόμη και τίποτα άλλο να μη κάνουν αυτό είναι στοιχειώδες. Για παράδειγμα, ένας βασικός τρόπος με τον οποίο τα κράτη εξασφαλίζουν τη χρηματοδότησή τους, είναι η φορολογία. Δηλαδή η απόσπαση πόρων μέσω απειλής ή άσκησης βίας. Ναι, το κράτος παρέχει ανταλλάγματα για τα χρήματα που αποσπά αλλά από την άλλη και στις παραδοσιακές μορφές σκλαβιάς, οι δουλοκτήτες παρείχαν τροφή και στέγη στους αρχομένους τους. Αυτό δεν αλλάζει καθόλου την καταναγκαστική φύση της “συναλλαγής”. Και όταν η βία είναι απαραίτητη για την πραγματοποίηση μιας συναλλαγής τότε μπορούμε αβίαστα να συμπεράνουμε πως το μέρος που ασκεί τη βία κερδίζει εις βάρος του μέρους που είναι αποδέκτης της. Αν αυτό δε συνέβαινε, αλλά και τα δύο μέρη περίμεναν να κερδίσουν από τη συναλλαγή – όπως συμβαίνει στην ελεύθερη αγορά – τότε η βία δε θα ήταν απαραίτητη.
Ποια είναι λοιπόν τα όρια δράσης ενός κράτους σύμφωνα με τα παραπάνω; Για κάποιον που αντιτάσσεται καθολικά στη δουλεία η απάντηση μπορεί να είναι μόνο η ελευθεριακή: οποιαδήποτε ενέργεια του κράτους είναι ηθικά ανεπίτρεπτη καθώς προϋποθέτει πάντα άσκηση επιθετικής βίας. Ωστόσο, ενώ τα περισσότερα μέλη της κοινωνίας αντιτάσσονται ειλικρινά στις εξουσιαστικές σχέσεις υποδούλωσης, ταυτόχρονα υποστηρίζουν τη νομιμότητα του κράτους. Η εκτίμησή μου είναι ότι αυτό οφείλεται στην έλλειψης κατανόησης των ηθικών συνεπειών και του τρόπου λειτουργίας του κράτους. Αν κάτι αισιόδοξο μπορούμε να εξάγουμε, τέλος, από τα παραπάνω, αυτό είναι πως οι περισσότεροι άνθρωποι αποτελούν, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, εν δυνάμει αναρχικούς· απλά δεν έχουν ακόμη απαλείψει τις αντιφάσεις στο αξιακό τους σύστημα.